πνευμάτωση

πνευμάτωση
η / πνευμάτωσις, -ώσεως, ΝΜΑ
ιατρ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την άθροιση αέρα ή αερίων στις φυσικές κοιλότητες, στα ὁργανα ή στους ιστούς τού σώματος
(νεοεολλ.) φρ. «κυστική πνευμάτωση τού μεσεντερίου» — αλλοίωση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία μικρών αεριωδών κύστεων που εκτείνονται στην επιφάνεια τού λεπτού εντέρου ή στο πάχος τού μεσεντερίου
αρχ.
εξαέρωση, εξάτμιση («σφύξις ἡ τοῡ ὑγροῡ θερμαινόμενου πνευμάτωσις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματῶ. Η λ. με τη νεοελλ. ιατρ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pneumatosis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”